Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Δε θα με μάθεις

Είναι παράξενο που δε θα δεις ποτέ αυτό που έγραψα για σένα. Είναι παράξενο που δε θα καταλάβεις έστω την πρόθεσή μου να γράψω για σένα. Και θα ονειρεύεσαι σε αστέρια καταδικά σου, που θα τα μοιράζεσαι με άλλους. Δε θα μάθεις ποτέ πόσο σε σκεφτόμουν, δε θα το καταλάβεις ποτέ. Και η ζωή σου απλώς θα συνεχίζεται, όπως ακριβώς θα συνεχιζόταν αν δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ. Είναι φρικτό, για μένα όμως θα είσαι ένα όνειρο. Μέχρι να πιστέψω πως δεν υπήρξες ποτέ. Και αφού δεν υπήρξες ποτέ, δε θα σε χάσω ποτέ.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

από πάντα...

Δεν κατάφερα να σε μάθω μέχρι τώρα. Δεν προσπάθησα καν. Ήθελα να μείνει στο μυαλό μου εκείνη η εικόνα σε μια απαίσια καφετέρια, σε εκείνη τη γωνία που είχαμε κάτσει όλοι μαζί. Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια. Και όμως, η πλαστελίνη του μυαλού δεν κατάφερε να εγκολπώσει εκείνο το βράδυ και να το εξαφανίσει μέσα στις καινούργιες της συνθέσεις που ακολούθησαν. Σαν τις παιδικές αναμνήσεις, που ανεξίτηλα και προσεχτικά βολεύτηκαν μέσα μου και τίποτε δεν τις ξερίζωσε από εκεί. Έτσι και εσύ, παιδική μου ανάμνηση μένεις εκεί μέσα κρατώντας μαζί με όλα τα υπόλοιπα ζεστό το καταφύγιο. Το καταφύγιο που μου είναι τόσο απαραίτητο...
Γλυκιά μου έλια... Το μόνο που ξέρω απ' τη ζωή σου, το μόνο που κατάφερα να μάθω για τη ζωή σου, είναι το γέλιο σου. Αυτό το αληθινό αυθόρμητο γέλιο που πηγάζει από τη βαθιά μελαγχολία, από την ανάγκη να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, από την απέραντη συνείδηση που έχεις για τον εαυτό σου, από την αγάπη σου για το αληθινό χαμόγελο που ξεσκίζει κάθε άθλια ψευτιά που σε βασανίζει... Μόνο το γέλιο σου, γλυκιά μου έλια, έμαθα από εσένα και ήταν σα να σε γνώριζα από καιρό. Και μόνο με αυτό θα μείνω. Και θα το φυλάω σ' εκείνο το καταφύγιο. Είσαι αληθινή και δυνατή όσο ελάχιστοι άνθρωποι. Αληθινή μέσα από την παραξενιά σου. Δυνατή μέσα απ' την αδυναμία σου. Όταν το ξεχνάς, όταν σε αναγκάζουν οι άλλοι να το ξεχάσεις, να θυμάσαι μόνο το γέλιο, την ομορφιά της ψυχής σου όταν γελάς αληθινά, όπως εκείνο το βράδυ. Μόνο αυτό.
Ήθελα να στα γράψω, να στα πω, εδώ και καιρό, εδώ και τρία χρόνια. Δε σε βρήκα, δε σε έψαξα πολύ ίσως. Τώρα όμως βρήκα το μπλογκ σου. Θέλω να κρατήσεις αυτά που γράφω μόνο για εσένα, θέλω να μην τα δείξεις σε άλλα μάτια. Μόνο για εσένα. Αυτά που γράφω τώρα θέλω να τα διαβάσεις μόνο εσύ, μόνο εσύ, κανένας άλλος, μόνο για εσένα τα γράφω.
Δε μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα που αφορά τη ζωή σου, είμαι εδώ όμως. Να το ξέρεις και ας μη σου είναι χρήσιμο.

Να είσαι πολύ καλά...


Δε βαρέθηκα να γράφω για το τίποτα,
όλο και όλο είναι αυτό που στοιχειώνει τη ζωή μου.
Και μέρα με τη μέρα κάποιος άλλος
ζωγραφίζει στο δικό μου καθρέφτη
ξένα μάτια που δεν παύουν να αδειάζουν.
Λίγο μόνο προσπαθώ ν' αναγνωρίσω
πατημένα χρώματα, παλιά, δικά μου.
Μα μάταια, γιατί ένα χέρι μαγικό
επιμένει να σχεδιάζει στην ασημένια θάλασσα
κύματα του χρόνου,
για να δημιουργήσει τον πιο μαγευτικό πίνακα
που έχουν κρεμάσει ανάποδα ποτέ
πάνω απ' τη φωτιά,
αυτόν του εαυτού μου.
Ας μην ξεχάσεις χέρι μαγικό,
τα μάτια μου να κλείσεις πριν τελειώσεις,
αφού εγώ δεν πρόλαβα,
πεθαίνοντας κοιτώντας τον καθρέφτη,
αυτή την ευτυχία να γνωρίσω.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

αντικαθρέφτισμα...


Άφησες τα μάτια σου να χυθούν στο παράθυρο που σαν οθόνη άλλαζε τα χρώματα και τα σχήματα που παρουσίαζε συνέχεια. Γύρισα και τα είδα, με είδες που σε κοίταζα μέσα από την πανέμορφη και παράξενη οθόνη. Σε όλο το ταξίδι είχαμε ένα κρυφό, καταδικό μας σημείο να συναντιώμαστε όταν ο χρόνος βασάνιζε τα μάτια μας. Όταν κοιμόσουν σε έβλεπα από το κρυφό μας κοινό μυστικό χώρο. Όταν ξύπνησα εγώ, σε είδα να κοιτάς στον άυλο αστερισμό μας. Και εγώ εκεί γύρισα κατ' ευθείαν να δω. Όταν φτάσαμε στη στάση που θα κατέβαινα προτίμησα να μη σου δώσω σάρκα και οστά. Θα μείνεις για μένα ένα αντικαθρέφτισμα. Στο παράθυρο κάποιου τραίνου. Ξέροντας μόνο τα αιθέρια υλικά που μου χάρισες. Αυτά τα υλικά, που όταν αντίστροφα γνωρίζεις έναν άνθρωπο, μπορεί να μην ανακαλύψεις ποτέ.